Anonymous

κνιπότης: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_9)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνῑπότης''': ἡ, [[φλόγωσις]] τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. 413. 29, πρβλ. Ἐρωτιαν. 212.
|lstext='''κνῑπότης''': ἡ, [[φλόγωσις]] τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. 413. 29, πρβλ. Ἐρωτιαν. 212.
}}
{{grml
|mltxt=[[κνιπότης]], -ητος, ή (Α)<br />η [[φλόγωση]] τών οφθαλμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κνῖπες</i>, πληθ. του [[κνιψ]] με σημ. «άρρωστα μάτια» (<b>βλ. λ.</b> [[κνίψ]])].
}}
}}