Anonymous

κνιπότης: Difference between revisions

From LSJ
nl
(20)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνιπότης]], -ητος, ή (Α)<br />η [[φλόγωση]] τών οφθαλμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κνῖπες</i>, πληθ. του [[κνιψ]] με σημ. «άρρωστα μάτια» (<b>βλ. λ.</b> [[κνίψ]])].
|mltxt=[[κνιπότης]], -ητος, ή (Α)<br />η [[φλόγωση]] τών οφθαλμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κνῖπες</i>, πληθ. του [[κνιψ]] με σημ. «άρρωστα μάτια» (<b>βλ. λ.</b> [[κνίψ]])].
}}
{{elnl
|elnltext=κνιπότης -ητος, ἡ [κνίψ] irritatie (van de ogen).
}}
}}