Anonymous

κοιλίσκος: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_14)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιλίσκος''': ὁ, [[κοῖλος]] [[ἐκκοπεύς]], χειρουργικὴ [[μάχαιρα]] [[κοίλη]] εἰς τὸ [[ἔμπροσθεν]], Ἀρχ. Χειρουργ. 94, 108· οὕτω, κοιλισκωτός, Παῦλος Αἰγ. 211. 53· ἐκκοπεὺς [[κοῖλος]] Γαλην. 10. 150.
|lstext='''κοιλίσκος''': ὁ, [[κοῖλος]] [[ἐκκοπεύς]], χειρουργικὴ [[μάχαιρα]] [[κοίλη]] εἰς τὸ [[ἔμπροσθεν]], Ἀρχ. Χειρουργ. 94, 108· οὕτω, κοιλισκωτός, Παῦλος Αἰγ. 211. 53· ἐκκοπεὺς [[κοῖλος]] Γαλην. 10. 150.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοιλίσκος]], ὁ (Α)<br />χειρουργικό [[μαχαίρι]], [[κοίλο]] στο μπροστινό [[μέρος]] («τῶν κοίλων ἐκκοπέων, οὕς καὶ κοιλίσκους ὀνομάζουσιν», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βωμ</i>-<i>ίσκος</i>, <i>λυκ</i>-<i>ίσκος</i>)].
}}
}}