Anonymous

κόλον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόλον''': τό, [[τροφή]], [[φαγητόν]], φορβὴ ([[ὅθεν]] ὁ Εὐστ. παράγει τὰ [[ἄκολος]], [[κόλαξ]]), Ἀθήν. 262Α. ΙΙ. [[μέρος]] τοῦ παχέος ἐντέρου ἐκτεινόμενον ἀπὸ τοῦ τυφλοῦ [[μέχρι]] τοῦ ἀπευθυσμένου, ([[ὅπερ]] ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται [[κῶλον]], προφανῶς κατὰ λάθος, ὡς τὸ [[μέτρον]] δεικνύει ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 455, Νικ. Ἀλεξιφ. 23), Ἀριστ. π. Ζ. Μ. 3, 14, [[Πολυδ]]. Β΄, 193, 209.
|lstext='''κόλον''': τό, [[τροφή]], [[φαγητόν]], φορβὴ ([[ὅθεν]] ὁ Εὐστ. παράγει τὰ [[ἄκολος]], [[κόλαξ]]), Ἀθήν. 262Α. ΙΙ. [[μέρος]] τοῦ παχέος ἐντέρου ἐκτεινόμενον ἀπὸ τοῦ τυφλοῦ [[μέχρι]] τοῦ ἀπευθυσμένου, ([[ὅπερ]] ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται [[κῶλον]], προφανῶς κατὰ λάθος, ὡς τὸ [[μέτρον]] δεικνύει ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 455, Νικ. Ἀλεξιφ. 23), Ἀριστ. π. Ζ. Μ. 3, 14, [[Πολυδ]]. Β΄, 193, 209.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />gros boyau, côlon.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée -- Babiniotis pê apparenté à [[κυλλός]].
}}
}}