Anonymous

κοκκύμηλον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοκκύμηλον''': τό, [[μῆλον]] τοῦ κόκκυγος, [[ὄνομα]] τοῦ δαμασκηνοῦ καρποῦ ἢ «δαμασκήνου», Ἀρχίλ. 162, Ἱππῶναξ 47, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 49D, κἑξ.· κ. ἄγρια, ἄγρια δαμάσκηνα, «προῦνα», Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 50Β. Ἀλλὰ κατὰ τὸν Σουΐδ.: «κοκκύμηλα, [[εἶδος]] ὀπωρῶν, τὰ παρ’ ἡμῖν λεγόμενα βερίκοκκα».
|lstext='''κοκκύμηλον''': τό, [[μῆλον]] τοῦ κόκκυγος, [[ὄνομα]] τοῦ δαμασκηνοῦ καρποῦ ἢ «δαμασκήνου», Ἀρχίλ. 162, Ἱππῶναξ 47, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 49D, κἑξ.· κ. ἄγρια, ἄγρια δαμάσκηνα, «προῦνα», Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 50Β. Ἀλλὰ κατὰ τὸν Σουΐδ.: «κοκκύμηλα, [[εἶδος]] ὀπωρῶν, τὰ παρ’ ἡμῖν λεγόμενα βερίκοκκα».
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />prune, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κόκκυξ]], [[μῆλον]]².
}}
}}