3,276,932
edits
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοκκύμηλον''': τό, [[μῆλον]] τοῦ κόκκυγος, [[ὄνομα]] τοῦ δαμασκηνοῦ καρποῦ ἢ «δαμασκήνου», Ἀρχίλ. 162, Ἱππῶναξ 47, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 49D, κἑξ.· κ. ἄγρια, ἄγρια δαμάσκηνα, «προῦνα», Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 50Β. Ἀλλὰ κατὰ τὸν Σουΐδ.: «κοκκύμηλα, [[εἶδος]] ὀπωρῶν, τὰ παρ’ ἡμῖν λεγόμενα βερίκοκκα». | |lstext='''κοκκύμηλον''': τό, [[μῆλον]] τοῦ κόκκυγος, [[ὄνομα]] τοῦ δαμασκηνοῦ καρποῦ ἢ «δαμασκήνου», Ἀρχίλ. 162, Ἱππῶναξ 47, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 49D, κἑξ.· κ. ἄγρια, ἄγρια δαμάσκηνα, «προῦνα», Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 50Β. Ἀλλὰ κατὰ τὸν Σουΐδ.: «κοκκύμηλα, [[εἶδος]] ὀπωρῶν, τὰ παρ’ ἡμῖν λεγόμενα βερίκοκκα». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />prune, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κόκκυξ]], [[μῆλον]]². | |||
}} | }} |