Anonymous

κομμωτής: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui pare avec recherche, qui pomponne ; coiffeur, valet de chambre.<br />'''Étymologie:''' [[κομμόω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui pare avec recherche, qui pomponne ; coiffeur, valet de chambre.<br />'''Étymologie:''' [[κομμόω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[κομμώτρια]] (AM [[κομμωτής]] θηλ. [[κομμώτρια]]) [[κομμώ]] (II)]<br />αυτός που κόβει, χτενίζει και περιποιείται τα μαλλιά<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλλωπιστής]] (α. «τῷ τῆς δεσποίνης κομμωτῇ», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «καὶ πῶλοι συνίτωσαν [[ὥσπερ]] γυναικὸς πολυτελοῡς τῆς τραγῳδίας κομμωταί», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}