Anonymous

κομμωτής: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[κομμώτρια]] (AM [[κομμωτής]] θηλ. [[κομμώτρια]]) [[κομμώ]] (II)]<br />αυτός που κόβει, χτενίζει και περιποιείται τα μαλλιά<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλλωπιστής]] (α. «τῷ τῆς δεσποίνης κομμωτῇ», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «καὶ πῶλοι συνίτωσαν [[ὥσπερ]] γυναικὸς πολυτελοῡς τῆς τραγῳδίας κομμωταί», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ο, θηλ. [[κομμώτρια]] (AM [[κομμωτής]] θηλ. [[κομμώτρια]]) [[κομμώ]] (II)]<br />αυτός που κόβει, χτενίζει και περιποιείται τα μαλλιά<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλλωπιστής]] (α. «τῷ τῆς δεσποίνης κομμωτῇ», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «καὶ πῶλοι συνίτωσαν [[ὥσπερ]] γυναικὸς πολυτελοῡς τῆς τραγῳδίας κομμωταί», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κομμωτής:''' -οῦ, ὁ, [[καλλωπιστής]], εξωραϊστής, σε Λουκ.
}}
}}