3,277,309
edits
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[κομμώτρια]] (AM [[κομμωτής]] θηλ. [[κομμώτρια]]) [[κομμώ]] (II)]<br />αυτός που κόβει, χτενίζει και περιποιείται τα μαλλιά<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλλωπιστής]] (α. «τῷ τῆς δεσποίνης κομμωτῇ», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «καὶ πῶλοι συνίτωσαν [[ὥσπερ]] γυναικὸς πολυτελοῡς τῆς τραγῳδίας κομμωταί», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=ο, θηλ. [[κομμώτρια]] (AM [[κομμωτής]] θηλ. [[κομμώτρια]]) [[κομμώ]] (II)]<br />αυτός που κόβει, χτενίζει και περιποιείται τα μαλλιά<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλλωπιστής]] (α. «τῷ τῆς δεσποίνης κομμωτῇ», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «καὶ πῶλοι συνίτωσαν [[ὥσπερ]] γυναικὸς πολυτελοῡς τῆς τραγῳδίας κομμωταί», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κομμωτής:''' -οῦ, ὁ, [[καλλωπιστής]], εξωραϊστής, σε Λουκ. | |||
}} | }} |