Anonymous

κονιορτώδης: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_7)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κονιορτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] κονιορτῷ, [[πλήρης]] κονιορτοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 1, Θεοφράστ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 16, 1. Γαλην.
|lstext='''κονιορτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] κονιορτῷ, [[πλήρης]] κονιορτοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 1, Θεοφράστ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 16, 1. Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[κονιορτώδης]], -ῶδες) [[κονιορτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κονιορτό<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] [[σκόνη]] («οἱ [[σῆτες]] ἐμφύονται μᾱλλον, [[ὅταν]] κονιορτώδη ᾗ τὰ ἔρια», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}