Anonymous

κονιορτώδης: Difference between revisions

From LSJ
3
(21)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[κονιορτώδης]], -ῶδες) [[κονιορτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κονιορτό<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] [[σκόνη]] («οἱ [[σῆτες]] ἐμφύονται μᾱλλον, [[ὅταν]] κονιορτώδη ᾗ τὰ ἔρια», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-ες (Α [[κονιορτώδης]], -ῶδες) [[κονιορτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κονιορτό<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] [[σκόνη]] («οἱ [[σῆτες]] ἐμφύονται μᾱλλον, [[ὅταν]] κονιορτώδη ᾗ τὰ ἔρια», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κονιορτώδης:''' пыльный (τὰ ἔρια Arst.).
}}
}}