Anonymous

κόμμι: Difference between revisions

From LSJ
1,099 bytes added ,  29 September 2017
21
(eksahir)
(21)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[goma]]
|esgtx=[[goma]]
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[κόμμι]], -εως)<br />[[ιξώδης]] [[ουσία]] φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται [[συνήθως]] από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («[[ελαστικό]] [[κόμμι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, <b>[[πρβλ]].</b> αιγυπτ. <i>kmjt</i>, κοπτ. <i>komi</i>, <i>komme</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κομμιώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κομμίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κομμίδιον]], [[κόμμωσις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> <i>κομμεορητίνη</i>, [[κομμιογραφία]], [[κομμιοτυπία]], [[κομμιοτυπικός]], <i>κομμιοφόρος</i>. (Β' συνθετικό) [[οξυκόμμι]]].
}}
}}