3,270,370
edits
(21) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[κόμμι]], -εως)<br />[[ιξώδης]] [[ουσία]] φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται [[συνήθως]] από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («[[ελαστικό]] [[κόμμι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, <b>[[πρβλ]].</b> αιγυπτ. <i>kmjt</i>, κοπτ. <i>komi</i>, <i>komme</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κομμιώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κομμίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κομμίδιον]], [[κόμμωσις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> <i>κομμεορητίνη</i>, [[κομμιογραφία]], [[κομμιοτυπία]], [[κομμιοτυπικός]], <i>κομμιοφόρος</i>. (Β' συνθετικό) [[οξυκόμμι]]]. | |mltxt=το (Α [[κόμμι]], -εως)<br />[[ιξώδης]] [[ουσία]] φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται [[συνήθως]] από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («[[ελαστικό]] [[κόμμι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, <b>[[πρβλ]].</b> αιγυπτ. <i>kmjt</i>, κοπτ. <i>komi</i>, <i>komme</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κομμιώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κομμίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κομμίδιον]], [[κόμμωσις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> <i>κομμεορητίνη</i>, [[κομμιογραφία]], [[κομμιοτυπία]], [[κομμιοτυπικός]], <i>κομμιοφόρος</i>. (Β' συνθετικό) [[οξυκόμμι]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κόμμῐ:''' τό, [[κόμμι]], [[γόμα]], [[τσίχλα]], Λατ. [[gummi]], σε Ηρόδ. (ξέν. [[λέξη]]). | |||
}} | }} |