Anonymous

κοπιώδης: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_7)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοπιώδης''': -ες, = [[κοπώδης]] (ἂν μὴ τοῦτ’ αὐτὸ [[ἀναγνωστέον]]), Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 982, Ἀριστ. Προβλ. 5. 40, 1.
|lstext='''κοπιώδης''': -ες, = [[κοπώδης]] (ἂν μὴ τοῦτ’ αὐτὸ [[ἀναγνωστέον]]), Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 982, Ἀριστ. Προβλ. 5. 40, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[κοπιώδης]], -ῶδες) [[κοπιώ]]<br /><b>1.</b> [[επίπονος]], [[κοπιαστικός]], [[κουραστικός]] (α. «[[κοπιώδης]] [[εργασία]]» β. «καί τών άλλων πόνοι κοπιώδεα τρόπον», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[οχληρός]], [[φορτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοπιωδώς</i><br />κοπιαστικά, κουραστικά.
}}
}}