κοπιώδης: Difference between revisions

nl
(21)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[κοπιώδης]], -ῶδες) [[κοπιώ]]<br /><b>1.</b> [[επίπονος]], [[κοπιαστικός]], [[κουραστικός]] (α. «[[κοπιώδης]] [[εργασία]]» β. «καί τών άλλων πόνοι κοπιώδεα τρόπον», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[οχληρός]], [[φορτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοπιωδώς</i><br />κοπιαστικά, κουραστικά.
|mltxt=-ες (Α [[κοπιώδης]], -ῶδες) [[κοπιώ]]<br /><b>1.</b> [[επίπονος]], [[κοπιαστικός]], [[κουραστικός]] (α. «[[κοπιώδης]] [[εργασία]]» β. «καί τών άλλων πόνοι κοπιώδεα τρόπον», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[οχληρός]], [[φορτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοπιωδώς</i><br />κοπιαστικά, κουραστικά.
}}
{{elnl
|elnltext=κοπιώδης -ες [κοπιάω] afmattend.
}}
}}