Anonymous

κολύμφατος: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_9)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολύμφατος''': ἢ -βατος, ἡ, [[εἶδος]] φυτοῦ, Γεωπ. 2. 5, 1.
|lstext='''κολύμφατος''': ἢ -βατος, ἡ, [[εἶδος]] φυτοῦ, Γεωπ. 2. 5, 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[κολύμφατος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φλοιός]], [[λεπίδιον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο παρλλ. τ. [[κολύμβατος]] από [[επίδραση]] τών [[βάτος]] και [[κολυμβάς]] με σημ. «[[θάμνος]], [[στοιβή]]»].
}}
}}