Anonymous

κολύμφατος: Difference between revisions

From LSJ
2
(21)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κολύμφατος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φλοιός]], [[λεπίδιον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο παρλλ. τ. [[κολύμβατος]] από [[επίδραση]] τών [[βάτος]] και [[κολυμβάς]] με σημ. «[[θάμνος]], [[στοιβή]]»].
|mltxt=[[κολύμφατος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φλοιός]], [[λεπίδιον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο παρλλ. τ. [[κολύμβατος]] από [[επίδραση]] τών [[βάτος]] και [[κολυμβάς]] με σημ. «[[θάμνος]], [[στοιβή]]»].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: <b class="b3">φλοιός</b>, <b class="b3">λεπίδιον</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: So a plant, identical with <b class="b3">κολύμβατος</b> (s. [[κόλυμβος]]), with the well known Pre-Greek variation.
}}
}}