Anonymous

κορεστός: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_10)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορεστός''': -ή, -όν, «χορταστός», Γλωσσ.
|lstext='''κορεστός''': -ή, -όν, «χορταστός», Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορεστός]], -ή, -όν (Α) [[κορέννυμι]]<br />αυτός που έχει κορεστεί ή αυτός τον οποίο μπορεί να κορέσει [[κάποιος]], αυτός που επιδέχεται κορεσμό.
}}
}}