3,277,020
edits
(6_10) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορεστός''': -ή, -όν, «χορταστός», Γλωσσ. | |lstext='''κορεστός''': -ή, -όν, «χορταστός», Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κορεστός]], -ή, -όν (Α) [[κορέννυμι]]<br />αυτός που έχει κορεστεί ή αυτός τον οποίο μπορεί να κορέσει [[κάποιος]], αυτός που επιδέχεται κορεσμό. | |||
}} | }} |