Anonymous

κορώνιος: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_16)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορώνιος''': -ον, «μηνοειδῆ ἔχων κέρατα [[βοῦς]]» Ἡσύχ.; ἀμφίβολ.
|lstext='''κορώνιος''': -ον, «μηνοειδῆ ἔχων κέρατα [[βοῦς]]» Ἡσύχ.; ἀμφίβολ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορώνιος]], -ον (Α) [[κορώνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καμπύλα κέρατα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Κορώνιος</i> (ενν. <i>μήν</i>)<br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στην Κνωσό<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κορώνιον</i><br />[[είδος]] φυτού.
}}
}}