κορώνιος

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορώνιος Medium diacritics: κορώνιος Low diacritics: κορώνιος Capitals: ΚΟΡΩΝΙΟΣ
Transliteration A: korṓnios Transliteration B: korōnios Transliteration C: koronios Beta Code: korw/nios

English (LSJ)

κορώνιον,
A with crumpled horns, Hsch.
II Κορώνιος, ὁ (sc. μήν), name of month at Cnossus, GDI5015.28.

Greek (Liddell-Scott)

κορώνιος: -ον, «μηνοειδῆ ἔχων κέρατα βοῦς» Ἡσύχ.; ἀμφίβολ.

Greek Monolingual

κορώνιος, -ον (Α) κορώνη
1. αυτός που έχει καμπύλα κέρατα
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κορώνιος (ενν. μήν)
ονομασία μήνα στην Κνωσό
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορώνιον
είδος φυτού.

German (Pape)

gekrümmt, krummhornig, Hesych.