Anonymous

κόρυφος: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_15)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόρῠφος''': ὁ, μικρόν τι πτηνόν, κατὰ τὸν Schneid. ἀντὶ τοῦ [[κόραφος]] παρ’ Ἡσύχ.
|lstext='''κόρῠφος''': ὁ, μικρόν τι πτηνόν, κατὰ τὸν Schneid. ἀντὶ τοῦ [[κόραφος]] παρ’ Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόρυφος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> υψηλό [[σημείο]], [[κορυφή]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[γυναικείος]] [[κότσος]]<br /><b>3.</b> χαϊδευτική [[ονομασία]] παιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος παρλλ. τ. της λ. [[κορυφή]].
}}
}}