3,277,226
edits
(6_10) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κουφιστικός''': -ή, -όν, ἐλαφρύνων, [[ἀνακουφίζω]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 3· κ. τῶν ἐπαχθῶν, ἐλαφρύνων ἀπό..., Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 416. 20. | |lstext='''κουφιστικός''': -ή, -όν, ἐλαφρύνων, [[ἀνακουφίζω]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 3· κ. τῶν ἐπαχθῶν, ἐλαφρύνων ἀπό..., Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 416. 20. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κουφιστικός]], -ή, -όν (Α) [[κουφίζω]] (II)]<br />αυτός που ελαφρύνει από [[κάτι]], [[ανακουφιστικός]] («κουφιστικὸς τῶν ἐπαχθῶν», Ιεροκλ.). | |||
}} | }} |