Anonymous

κουφιστικός: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_10)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κουφιστικός''': -ή, -όν, ἐλαφρύνων, [[ἀνακουφίζω]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 3· κ. τῶν ἐπαχθῶν, ἐλαφρύνων ἀπό..., Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 416. 20.
|lstext='''κουφιστικός''': -ή, -όν, ἐλαφρύνων, [[ἀνακουφίζω]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 3· κ. τῶν ἐπαχθῶν, ἐλαφρύνων ἀπό..., Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 416. 20.
}}
{{grml
|mltxt=[[κουφιστικός]], -ή, -όν (Α) [[κουφίζω]] (II)]<br />αυτός που ελαφρύνει από [[κάτι]], [[ανακουφιστικός]] («κουφιστικὸς τῶν ἐπαχθῶν», Ιεροκλ.).
}}
}}