κουφιστικός
From LSJ
English (LSJ)
κουφιστική, κουφιστικόν, lightening, Arist.Cael.310a32; κ. τῶν ἐπαχθῶν relieving from... Hierocl.p.54 A.: Medic., alleviating, Antyll. ap. Orib.6.21.27 (Sup.).
Greek (Liddell-Scott)
κουφιστικός: -ή, -όν, ἐλαφρύνων, ἀνακουφίζω, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 3· κ. τῶν ἐπαχθῶν, ἐλαφρύνων ἀπό..., Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 416. 20.
Greek Monolingual
κουφιστικός, -ή, -όν (Α) κουφίζω (II)]
αυτός που ελαφρύνει από κάτι, ανακουφιστικός («κουφιστικὸς τῶν ἐπαχθῶν», Ιεροκλ.).
German (Pape)
erleichternd, erhebend; Gegensatz βαρυντικός, Arist. coel. 4.3; τῶν ἐπαχθῶν Hierocl. Stob. fl. 65.24.