Anonymous

κρεμαστός: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />suspendu ; τὰ κρεμαστὰ [[σκεύη]] les agrès d’un bateau (voiles et cordages).<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κρεμάννυμι]].
|btext=ή, όν :<br />suspendu ; τὰ κρεμαστὰ [[σκεύη]] les agrès d’un bateau (voiles et cordages).<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κρεμάννυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κρεμαστός]], -ή, -όν) [[κρεμάννυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που κρέμεται, κρεμασμένος, αναρτημένος (α. «κρεμαστό [[ρολόι]]» β. «χαλᾷ κρεμαστήν ἀρτάνην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αιωρείται, [[μετέωρος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κρεμαστοί κήποι» — <b>βλ.</b> [[κήπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κρεμαστή]] [[γέφυρα]]» — η [[γέφυρα]] της οποίας το [[κατάστρωμα]] συγκρατείται με αλυσίδες ή καλώδια μέσω κατακόρυφων αναρτήρων οι οποίοι φέρονται σε δύο [[συνήθως]] κατακόρυφους πύργους από [[σκυρόδεμα]] ή [[μέταλλο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(βυζ. μουσ.) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[κρεμαστή]]<br />ένα από τα 14 [[σημεία]] του «εκφωνητικού συστήματος» ή «είδους» της αρχαίας βυζαντινής μουσικής, το οποίο απαντά στα Ευαγγελιστάρια και σε άλλα παρόμοια [[κείμενα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ <i>κρεμαστόν</i><br /><i>ο</i> [[εξώστης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />απαγχονισμένος («τὴν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κρεμαστά</i><br />οχυρώματα, φρούρια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κρεμαστὰ σκεύη» — τα [[σχοινιά]] και τα [[ιστία]] του πλοίου.
}}
}}