3,274,216
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρεμαστός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, «κρεμασμένος», ἀπηγχονισμένος, γυνὴ Σοφ. Ο. Τ. 1263· κρ. αὐχένος ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1221, [[μετὰ]] γεν., κρεμάμενος ἔκ τινος, κρεμαστὰ τεύχη πασσάλων καθαρπάσας Εὐρ. Ἀνδρ. 1122· ― κρ. [[ἀρτάνη]], δηλ. [[σχοινίον]] ἀγχόνης, [[βρόχος]], Σοφ. Ο. Τ. 1266· βρόχοι κρ. Εὐρ. Ἱππ. 779· ― σκεύη κρ., ὁ ἐκ [[σχοινίων]] καὶ ἱστίων ὁπλισμὸς τοῦ πλοίου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ξύλινα κρ., Ξεν. Οἰκ. 8. 12· τὰ κρεμαστὰ ἱστία Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 12· [[κλινίδιον]] κρ., κρεμαστὴ [[κλίνη]], Πλουτ. Περικλ. 27· οἱ κρ. κῆποι ὁ αὐτ. 2. 342Β. | |lstext='''κρεμαστός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, «κρεμασμένος», ἀπηγχονισμένος, γυνὴ Σοφ. Ο. Τ. 1263· κρ. αὐχένος ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1221, [[μετὰ]] γεν., κρεμάμενος ἔκ τινος, κρεμαστὰ τεύχη πασσάλων καθαρπάσας Εὐρ. Ἀνδρ. 1122· ― κρ. [[ἀρτάνη]], δηλ. [[σχοινίον]] ἀγχόνης, [[βρόχος]], Σοφ. Ο. Τ. 1266· βρόχοι κρ. Εὐρ. Ἱππ. 779· ― σκεύη κρ., ὁ ἐκ [[σχοινίων]] καὶ ἱστίων ὁπλισμὸς τοῦ πλοίου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ξύλινα κρ., Ξεν. Οἰκ. 8. 12· τὰ κρεμαστὰ ἱστία Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 12· [[κλινίδιον]] κρ., κρεμαστὴ [[κλίνη]], Πλουτ. Περικλ. 27· οἱ κρ. κῆποι ὁ αὐτ. 2. 342Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />suspendu ; τὰ κρεμαστὰ [[σκεύη]] les agrès d’un bateau (voiles et cordages).<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κρεμάννυμι]]. | |||
}} | }} |