κροκώδης: Difference between revisions

22
(6_7)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κροκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς κρόκον, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ κρόκου, Διοσκ. 1. 26. ΙΙ. [[ὅμοιος]] πρὸς τὴν κρόκην, δηλ. τὸ «ὑφάδι», Πλάτ. Πολιτικ. 309B.
|lstext='''κροκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς κρόκον, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ κρόκου, Διοσκ. 1. 26. ΙΙ. [[ὅμοιος]] πρὸς τὴν κρόκην, δηλ. τὸ «ὑφάδι», Πλάτ. Πολιτικ. 309B.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κροκώδης]], -ῶδες (AM) [[κρόκος]]<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει κρόκο<br /><b>2.</b> [[είδος]] κολλυρίου.———————— <b>(II)</b><br />[[κροκώδης]], -ῶδες (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[κρόκη]], με [[υφάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκη]] (Ι) «[[κλωστή]]»].
}}
}}