Anonymous

κυδιάνειρα: Difference between revisions

From LSJ
22
(eksahir)
(22)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[ilustre]]
|esgtx=[[ilustre]]
}}
{{grml
|mltxt=[[κυδιάνειρα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (συν. για [[μάχη]]) αυτή με την οποία δοξάζονται οι άνδρες<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) η φημισμένη για τους άνδρες της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. Η λ. εμφανίζει θ. <i>κυδι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κῦδος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>άνειρα</i> (θηλ. του [[ἀνήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βωτι</i>-<i>άνειρα</i>].
}}
}}