Anonymous

κύμβη: Difference between revisions

From LSJ
2,668 bytes added ,  29 September 2017
22
(6_1)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύμβη''': (Α), ἡ, τὸ κοῖλον ἀγγείου· [[ἀγγεῖον]] πρὸς πόσιν, [[ἔκπωμα]], [[ποτήριον]], Νικ. Ἀλ. 164, 389, Θ. 943, Ἀθήν. 483Α· = [[ὀξύβαφον]] Ἡσύχ. ΙΙ. [[λέμβος]], [[πλοιάριον]], Λατ. cymba Σοφ. Ἀποσπ. 120. ΙΙΙ. [[πήρα]], «ταγάρι», [[σάκκος]], ὡς τὸ [[κύββα]], Ἡσύχ. (Πρβλ. [[κύμβος]], [[κύμβαλον]], [[κύπελλον]], [[κύββα]], Σανσκρ. kumbhas.)
|lstext='''κύμβη''': (Α), ἡ, τὸ κοῖλον ἀγγείου· [[ἀγγεῖον]] πρὸς πόσιν, [[ἔκπωμα]], [[ποτήριον]], Νικ. Ἀλ. 164, 389, Θ. 943, Ἀθήν. 483Α· = [[ὀξύβαφον]] Ἡσύχ. ΙΙ. [[λέμβος]], [[πλοιάριον]], Λατ. cymba Σοφ. Ἀποσπ. 120. ΙΙΙ. [[πήρα]], «ταγάρι», [[σάκκος]], ὡς τὸ [[κύββα]], Ἡσύχ. (Πρβλ. [[κύμβος]], [[κύμβαλον]], [[κύπελλον]], [[κύββα]], Σανσκρ. kumbhas.)
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[κύμβη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> κοντή και πλατιά [[βάρκα]] που τοποθετούσαν αναποδογυρισμένη στους τροχούς τών τροχήλατων πλοίων<br /><b>2.</b> πτυσσόμενη [[βάρκα]] τών τορπιλλοβόλων και αντιτορπιλλικών που ο [[σκελετός]] της άνοιγε σαν ριπίδι και η οποία συμπτυσσόταν και τοποθετούνταν στο [[κατάστρωμα]] όπου καταλάμβανε ελάχιστο χώρο<br /><b>3.</b> <b>στρ.</b> πτυσσόμενες βάρκες που χρησιμοποιούνταν από το όπλο του Μηχανικού ως υπόβαθρα για τη [[ζεύξη]] ελαφρών γεφυρών σε ποταμούς<br /><b>4.</b> <b>ανατ.</b> το μικρότερο [[επάνω]] [[μέρος]] της κόγχης του πτερυγίου του αφτιού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοιλότητα]] αγγείου<br /><b>2.</b> [[αγγείο]], [[ποτήρι]], [[κύπελλο]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πρωτόγονης βάρκας από σκαμμένο κορμό δέντρου<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σάκος]], [[ταγάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. που απαντά και στην Αρχαία Ινδική (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>kumbha</i>, αβεστ. <i>xumba</i> «[[αγγείο]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κυμβείον]], [[κυμβίον]]).———————— <b>(II)</b><br />[[κύμβη]], ἡ (AM)<br /><b>1.</b> [[κύβη]]. [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού, πιθ. περιστεριού («πτεροβάμονες κύμβαι», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για το [[κύμβη]] (Ι) με σημασιολογική [[εξέλιξη]] παρόμοια με του λατ. <i>testa</i> «[[κεραμίδι]]», [[αλλά]] και «[[κεφάλι]]». Ανερμήνευτος παραμένει ο τ. [[κύβη]]. Το [[πουλί]] ίσως να ονομάστηκε [[έτσι]] από [[τυχόν]] συνήθειά του να βουτά στα νερά. (Πρβλ. και το παρ. [[κυμβητιώ]])].
}}
}}