3,277,226
edits
(22) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[κύμβη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> κοντή και πλατιά [[βάρκα]] που τοποθετούσαν αναποδογυρισμένη στους τροχούς τών τροχήλατων πλοίων<br /><b>2.</b> πτυσσόμενη [[βάρκα]] τών τορπιλλοβόλων και αντιτορπιλλικών που ο [[σκελετός]] της άνοιγε σαν ριπίδι και η οποία συμπτυσσόταν και τοποθετούνταν στο [[κατάστρωμα]] όπου καταλάμβανε ελάχιστο χώρο<br /><b>3.</b> <b>στρ.</b> πτυσσόμενες βάρκες που χρησιμοποιούνταν από το όπλο του Μηχανικού ως υπόβαθρα για τη [[ζεύξη]] ελαφρών γεφυρών σε ποταμούς<br /><b>4.</b> <b>ανατ.</b> το μικρότερο [[επάνω]] [[μέρος]] της κόγχης του πτερυγίου του αφτιού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοιλότητα]] αγγείου<br /><b>2.</b> [[αγγείο]], [[ποτήρι]], [[κύπελλο]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πρωτόγονης βάρκας από σκαμμένο κορμό δέντρου<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σάκος]], [[ταγάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. που απαντά και στην Αρχαία Ινδική (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>kumbha</i>, αβεστ. <i>xumba</i> «[[αγγείο]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κυμβείον]], [[κυμβίον]]).———————— <b>(II)</b><br />[[κύμβη]], ἡ (AM)<br /><b>1.</b> [[κύβη]]. [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού, πιθ. περιστεριού («πτεροβάμονες κύμβαι», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για το [[κύμβη]] (Ι) με σημασιολογική [[εξέλιξη]] παρόμοια με του λατ. <i>testa</i> «[[κεραμίδι]]», [[αλλά]] και «[[κεφάλι]]». Ανερμήνευτος παραμένει ο τ. [[κύβη]]. Το [[πουλί]] ίσως να ονομάστηκε [[έτσι]] από [[τυχόν]] συνήθειά του να βουτά στα νερά. (Πρβλ. και το παρ. [[κυμβητιώ]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[κύμβη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> κοντή και πλατιά [[βάρκα]] που τοποθετούσαν αναποδογυρισμένη στους τροχούς τών τροχήλατων πλοίων<br /><b>2.</b> πτυσσόμενη [[βάρκα]] τών τορπιλλοβόλων και αντιτορπιλλικών που ο [[σκελετός]] της άνοιγε σαν ριπίδι και η οποία συμπτυσσόταν και τοποθετούνταν στο [[κατάστρωμα]] όπου καταλάμβανε ελάχιστο χώρο<br /><b>3.</b> <b>στρ.</b> πτυσσόμενες βάρκες που χρησιμοποιούνταν από το όπλο του Μηχανικού ως υπόβαθρα για τη [[ζεύξη]] ελαφρών γεφυρών σε ποταμούς<br /><b>4.</b> <b>ανατ.</b> το μικρότερο [[επάνω]] [[μέρος]] της κόγχης του πτερυγίου του αφτιού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοιλότητα]] αγγείου<br /><b>2.</b> [[αγγείο]], [[ποτήρι]], [[κύπελλο]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πρωτόγονης βάρκας από σκαμμένο κορμό δέντρου<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σάκος]], [[ταγάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. που απαντά και στην Αρχαία Ινδική (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>kumbha</i>, αβεστ. <i>xumba</i> «[[αγγείο]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κυμβείον]], [[κυμβίον]]).———————— <b>(II)</b><br />[[κύμβη]], ἡ (AM)<br /><b>1.</b> [[κύβη]]. [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού, πιθ. περιστεριού («πτεροβάμονες κύμβαι», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για το [[κύμβη]] (Ι) με σημασιολογική [[εξέλιξη]] παρόμοια με του λατ. <i>testa</i> «[[κεραμίδι]]», [[αλλά]] και «[[κεφάλι]]». Ανερμήνευτος παραμένει ο τ. [[κύβη]]. Το [[πουλί]] ίσως να ονομάστηκε [[έτσι]] από [[τυχόν]] συνήθειά του να βουτά στα νερά. (Πρβλ. και το παρ. [[κυμβητιώ]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κύμβη:''' ἡ досл. чаша, перен. челн Soph.: πτεροβάμονες κύμβαι Emped. пернатые челны, т. е. птицы. | |||
}} | }} |