Anonymous

κυματόκλυστος: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_18)
(22)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυματόκλυστος''': -ον, ὁ ὑπὸ τῶν κυμάτων κλυζόμενος, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 82, 131.
|lstext='''κυματόκλυστος''': -ον, ὁ ὑπὸ τῶν κυμάτων κλυζόμενος, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 82, 131.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυματόκλυστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που περιβρέχεται από κύματα, κυματόβρεχτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κλυστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλύζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλί</i>-<i>κλυστος</i>, <i>ποταμό</i>-<i>κλυστος</i>].
}}
}}