κυματόκλυστος

From LSJ

German (Pape)

[Seite 1530] von den Wellen bespült, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυματόκλυστος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν κυμάτων κλυζόμενος, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 82, 131.

Greek Monolingual

κυματόκλυστος, -ον (Μ)
αυτός που περιβρέχεται από κύματα, κυματόβρεχτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -κλυστος (< κλύζω), πρβλ. αλίκλυστος, ποταμόκλυστος].