Anonymous

λάβιον: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_22)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάβιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λαβή]], «χεροῦλι», Στράβ. 540.
|lstext='''λάβιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λαβή]], «χεροῦλι», Στράβ. 540.
}}
{{grml
|mltxt=[[λάβιον]], τὸ (Α) [[λαβή]]<br />μικρή [[λαβή]], [[χερούλι]] («ἐξ ὧν τὰ λάβια τοῑς μαχαιρίοις κατεσκεύαζον», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}