Anonymous

κύφων: Difference between revisions

From LSJ
1,331 bytes added ,  29 September 2017
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />morceau de bois courbé <i>ou</i> arrondi, <i>d’où</i><br /><b>1</b> manche de charrue;<br /><b>2</b> carcan ; <i>fig.</i> coquin, misérable.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κυφός]].
|btext=ωνος (ὁ) :<br />morceau de bois courbé <i>ou</i> arrondi, <i>d’où</i><br /><b>1</b> manche de charrue;<br /><b>2</b> carcan ; <i>fig.</i> coquin, misérable.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κυφός]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κύφων]], -ωνος) [[κυφός]]<br />[[είδος]] ξύλινης βασανιστήριας συσκευής, στην οποία κλείνονταν και διατηρούνταν σε [[ακινησία]] το [[κεφάλι]] ή ο [[αυχένας]] ή άλλα [[μέλη]] του σώματος τών δούλων και καταδίκων που τιμωρούνταν («δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κυρτόξυλο, και ειδικά ο [[κυρτός]] [[ζυγός]] του αρότρου<br /><b>2.</b> [[κακούργος]] («ἀπατεῶνα γόητα ἐπίορκον ὄλεθρον κύφωνα [[βάραθρον]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευτελής]] [[άνθρωπος]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] γυναικείου ενδύματος<br /><b>5.</b> <b>αρχιτ.</b> κυρτωμένη [[δοκός]]<br /><b>6.</b> [[μέρος]] υδραυλικού τροχού<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κύφωνες</i><br />οι [[επάνω]] ράβδοι τών δύο πλάγιων πλευρών άρματος<br /><b>8.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κύφων]]<br />[[συνάγχη]]».
}}
}}