Anonymous

κύφων: Difference between revisions

From LSJ
514 bytes added ,  30 December 2018
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κύφων]], -ωνος) [[κυφός]]<br />[[είδος]] ξύλινης βασανιστήριας συσκευής, στην οποία κλείνονταν και διατηρούνταν σε [[ακινησία]] το [[κεφάλι]] ή ο [[αυχένας]] ή άλλα [[μέλη]] του σώματος τών δούλων και καταδίκων που τιμωρούνταν («δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κυρτόξυλο, και ειδικά ο [[κυρτός]] [[ζυγός]] του αρότρου<br /><b>2.</b> [[κακούργος]] («ἀπατεῶνα γόητα ἐπίορκον ὄλεθρον κύφωνα [[βάραθρον]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευτελής]] [[άνθρωπος]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] γυναικείου ενδύματος<br /><b>5.</b> <b>αρχιτ.</b> κυρτωμένη [[δοκός]]<br /><b>6.</b> [[μέρος]] υδραυλικού τροχού<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κύφωνες</i><br />οι [[επάνω]] ράβδοι τών δύο πλάγιων πλευρών άρματος<br /><b>8.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κύφων]]<br />[[συνάγχη]]».
|mltxt=ο (Α [[κύφων]], -ωνος) [[κυφός]]<br />[[είδος]] ξύλινης βασανιστήριας συσκευής, στην οποία κλείνονταν και διατηρούνταν σε [[ακινησία]] το [[κεφάλι]] ή ο [[αυχένας]] ή άλλα [[μέλη]] του σώματος τών δούλων και καταδίκων που τιμωρούνταν («δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κυρτόξυλο, και ειδικά ο [[κυρτός]] [[ζυγός]] του αρότρου<br /><b>2.</b> [[κακούργος]] («ἀπατεῶνα γόητα ἐπίορκον ὄλεθρον κύφωνα [[βάραθρον]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευτελής]] [[άνθρωπος]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] γυναικείου ενδύματος<br /><b>5.</b> <b>αρχιτ.</b> κυρτωμένη [[δοκός]]<br /><b>6.</b> [[μέρος]] υδραυλικού τροχού<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κύφωνες</i><br />οι [[επάνω]] ράβδοι τών δύο πλάγιων πλευρών άρματος<br /><b>8.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κύφων]]<br />[[συνάγχη]]».
}}
{{lsm
|lsmtext='''κύφων:''' -ωνος, ὁ (κῡφός),<br /><b class="num">I.</b> [[κυρτός]] [[ζυγός]] αρότρου, σε Θέογν.<br /><b class="num">II. 1.</b> είδος στύλου στον οποίο δένονταν οι εγκληματίες από το λαιμό, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάποιος]] που έχει το λαιμό του στο στύλο, [[απατεώνας]], [[κατεργάρης]], Λατ. [[furcifer]], σε Λουκ.
}}
}}