Anonymous

κυμβάλιον: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_22)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυμβάλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κύμβαλον]], Ἥρων. Αὐτόμ. σ. 258. ΙΙ. = [[κοτυληδών]], [[φυτόν]], Διοσκ. 4. 92· κυμβαλῖτις, ἡ Γαλην. 4. 282.
|lstext='''κυμβάλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κύμβαλον]], Ἥρων. Αὐτόμ. σ. 258. ΙΙ. = [[κοτυληδών]], [[φυτόν]], Διοσκ. 4. 92· κυμβαλῖτις, ἡ Γαλην. 4. 282.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυμβάλιον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> μικρό [[κύμβαλο]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[κοτυληδών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύμβαλο]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>].
}}
}}