κυμβάλιον

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυμβᾰλιον Medium diacritics: κυμβάλιον Low diacritics: κυμβάλιον Capitals: ΚΥΜΒΑΛΙΟΝ
Transliteration A: kymbálion Transliteration B: kymbalion Transliteration C: kymvalion Beta Code: kumba/lion

English (LSJ)

τό, Dim. of κύμβαλον, Hero Aut.14.1,2.
II = κοτυληδών 5, Dsc.4.91.

Greek (Liddell-Scott)

κυμβάλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύμβαλον, Ἥρων. Αὐτόμ. σ. 258. ΙΙ. = κοτυληδών, φυτόν, Διοσκ. 4. 92· κυμβαλῖτις, ἡ Γαλην. 4. 282.

Greek Monolingual

κυμβάλιον, τὸ (Α)
1. μικρό κύμβαλο
2. το φυτό κοτυληδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλο + υποκορ. κατάλ. -ιον].

German (Pape)

τό, dim. von κύμβαλον, Sp.; auch ein Kraut, Diosc., auch κοτυληδών genannt.