κυμβάλιον
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
τό, Dim. of κύμβαλον, Hero Aut.14.1,2.
II = κοτυληδών 5, Dsc.4.91.
Greek (Liddell-Scott)
κυμβάλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύμβαλον, Ἥρων. Αὐτόμ. σ. 258. ΙΙ. = κοτυληδών, φυτόν, Διοσκ. 4. 92· κυμβαλῖτις, ἡ Γαλην. 4. 282.
Greek Monolingual
κυμβάλιον, τὸ (Α)
1. μικρό κύμβαλο
2. το φυτό κοτυληδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλο + υποκορ. κατάλ. -ιον].
German (Pape)
τό, dim. von κύμβαλον, Sp.; auch ein Kraut, Diosc., auch κοτυληδών genannt.