Anonymous

μιαιφονία: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de se souiller d’un meurtre.<br />'''Étymologie:''' [[μιαιφόνος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />action de se souiller d’un meurtre.<br />'''Étymologie:''' [[μιαιφόνος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μιαιφονία]]) [[μιαιφόνος]]<br /><b>1.</b> η [[πράξη]] του μιαιφόνου, [[μιαρός]] [[φόνος]]<br /><b>2.</b> [[μόλυνση]] τών χεριών που οφείλεται σε μιαρό φόνο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχή]] από μιαρό φόνο<br /><b>2.</b> [[αιμοδιψία]], το αιμοχαρές.
}}
}}