Anonymous

μιαιφονία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μιαιφονία''': ἡ, [[μίανσις]] ἐκ φόνου, [[φόνος]], Δημ. 795. 7, Διόδ. 17. 5· [[μίανσις]] ἐκ σαρκοφαγίας, Πλούτ. 2. 994Α.
|lstext='''μιαιφονία''': ἡ, [[μίανσις]] ἐκ φόνου, [[φόνος]], Δημ. 795. 7, Διόδ. 17. 5· [[μίανσις]] ἐκ σαρκοφαγίας, Πλούτ. 2. 994Α.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de se souiller d’un meurtre.<br />'''Étymologie:''' [[μιαιφόνος]].
}}
}}