Anonymous

μονορύχης: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_3)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονορύχης''': [ῠ], -ου, ὁ, ἐπὶ ἐργαλείου ὁ σκάπτων μὲ ἓν μόνον ὀξὺ [[ἄκρον]], Ἀνθ. Π. 6. 297. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σελ. 313.
|lstext='''μονορύχης''': [ῠ], -ου, ὁ, ἐπὶ ἐργαλείου ὁ σκάπτων μὲ ἓν μόνον ὀξὺ [[ἄκρον]], Ἀνθ. Π. 6. 297. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σελ. 313.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονορύχης]] και ιων. τ. μουνορύχης, ὁ (Α)<br />(για [[εργαλείο]]) αυτός που σκάβει με ένα μόνο οξύ [[άκρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ορύχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ορύσσω]])].
}}
}}