Anonymous

μονορύχης: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονορύχης]] και ιων. τ. μουνορύχης, ὁ (Α)<br />(για [[εργαλείο]]) αυτός που σκάβει με ένα μόνο οξύ [[άκρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ορύχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ορύσσω]])].
|mltxt=[[μονορύχης]] και ιων. τ. μουνορύχης, ὁ (Α)<br />(για [[εργαλείο]]) αυτός που σκάβει με ένα μόνο οξύ [[άκρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ορύχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ορύσσω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονορύχης:''' [ῠ], -ου, ὁ ([[ὀρύσσω]]), αυτός που σκάβει με τη [[μία]] μόνο [[άκρη]] της δικέλλας, σε Ανθ.
}}
}}