Anonymous

μονομαχικός: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui convient pour un combat singulier;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> de gladiateur.<br />'''Étymologie:''' [[μονομάχος]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui convient pour un combat singulier;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> de gladiateur.<br />'''Étymologie:''' [[μονομάχος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μονομαχικός]], -ή, -όν (Α) [[μονομάχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβαίνει στη [[μονομαχία]]<br /><b>2.</b> αυτός που προορίζεται για τους μονομάχους («μονομαχικά χρήματα», Δίων. Κάσσ.).
}}
}}