Anonymous

μονομαχικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονομᾰχικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μονομαχίαν ἢ ἐν μονομαχίᾳ συμβαίνων, μ. [[φιλοτιμία]] Πολύβ. 1. 45, 9. ΙΙ. μονομαχικὰ χρήματα, χρήματα συναθροιζόμενα [[χάριν]] μονομαχιῶν, Δίων Κ. 72. 19.
|lstext='''μονομᾰχικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μονομαχίαν ἢ ἐν μονομαχίᾳ συμβαίνων, μ. [[φιλοτιμία]] Πολύβ. 1. 45, 9. ΙΙ. μονομαχικὰ χρήματα, χρήματα συναθροιζόμενα [[χάριν]] μονομαχιῶν, Δίων Κ. 72. 19.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui convient pour un combat singulier;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> de gladiateur.<br />'''Étymologie:''' [[μονομάχος]].
}}
}}