3,274,408
edits
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />mesuré, modéré, moyen;<br /><b>1</b> <i>en parl. de hauteur, de grandeur</i> μετρία [[πῆχυς]] HDT la coudée moyenne <i>ou</i> ordinaire;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> [[μέτριον]] χρόνον XÉN pendant un temps suffisant;<br /><b>3</b> <i>avec idée de nombre ou de quantité</i> μέτρια ὕδατα PLUT quantités d’eau suffisantes;<br /><b>4</b> <i>avec idée de degré</i> μετρία [[ἐσθής]] THC vêtement simple ; peu nombreux ; μὴ [[μέτριος]] [[αἰών]] SOPH existence non ordinaire <i>(où tout est excessif, le bien ou le mal)</i> ; [[μέτριος]] [[ἀνήρ]] XÉN homme de condition moyenne ; μέτρια κεκτῆσθαι XÉN posséder une fortune moyenne ; τὸ [[μέτριον]], τὰ μέτρια ATT la juste mesure ; ἐπὶ μετρίοις THC à des conditions modérées ; <i>au sens mor.</i> modéré, mesuré, réglé : [[μέτριος]] [[ἀνήρ]] PLAT homme sage, honnête, mesuré dans son langage comme dans sa conduite ; [[μέτριος]] πρὸς τοὺς ὑπηκόους THC modéré à l’égard de ses sujets ; μέτρια τὰ περὶ [[σεαυτοῦ]] λέγεις LUC tu parles de toi avec modestie ; τὸ [[μέτριον]] SOPH vie d’une durée moyenne <i>ou</i> ordinaire ; τὰ μέτρια EUR modération de vie, vie modeste.<br />'''Étymologie:''' [[μέτρον]]. | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />mesuré, modéré, moyen;<br /><b>1</b> <i>en parl. de hauteur, de grandeur</i> μετρία [[πῆχυς]] HDT la coudée moyenne <i>ou</i> ordinaire;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> [[μέτριον]] χρόνον XÉN pendant un temps suffisant;<br /><b>3</b> <i>avec idée de nombre ou de quantité</i> μέτρια ὕδατα PLUT quantités d’eau suffisantes;<br /><b>4</b> <i>avec idée de degré</i> μετρία [[ἐσθής]] THC vêtement simple ; peu nombreux ; μὴ [[μέτριος]] [[αἰών]] SOPH existence non ordinaire <i>(où tout est excessif, le bien ou le mal)</i> ; [[μέτριος]] [[ἀνήρ]] XÉN homme de condition moyenne ; μέτρια κεκτῆσθαι XÉN posséder une fortune moyenne ; τὸ [[μέτριον]], τὰ μέτρια ATT la juste mesure ; ἐπὶ μετρίοις THC à des conditions modérées ; <i>au sens mor.</i> modéré, mesuré, réglé : [[μέτριος]] [[ἀνήρ]] PLAT homme sage, honnête, mesuré dans son langage comme dans sa conduite ; [[μέτριος]] πρὸς τοὺς ὑπηκόους THC modéré à l’égard de ses sujets ; μέτρια τὰ περὶ [[σεαυτοῦ]] λέγεις LUC tu parles de toi avec modestie ; τὸ [[μέτριον]] SOPH vie d’une durée moyenne <i>ou</i> ordinaire ; τὰ μέτρια EUR modération de vie, vie modeste.<br />'''Étymologie:''' [[μέτρον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[μέτριος]], -ία, -ον, Α θηλ. και -ος, αιολ.τ. [[μέτερρος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την ορθή [[αναλογία]], που υπάρχει ή γίνεται με [[μέτρο]], [[κανονικός]], [[μέσος]] (α. «μέτριο [[ανάστημα]]» β. «μέτρια [[θερμοκρασία]]» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων ἐλάσσονας ἀνδρῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που η [[αξία]] του [[είναι]] η συνηθισμένη, [[κοινός]] («μετρία δ' αὖ ἐσθῆτι καὶ εἰς τὸν νῡν τρόπον πρῶτοι Λακεδαιμόνιοι ἐχρήσαντο», <b>Θουκ.</b><br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μέτριο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[μετριότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός του οποίου η [[αξία]] ή η [[ποιότητα]] [[είναι]] κατώτερη του κοινού μέτρου, [[ασήμαντος]], δευτερεύων, [[κατώτερος]]<br /><b>2.</b> (για [[ρόφημα]] [[καφέ]]) αυτός που έχει παρασκευαστεί με μέτρια [[ποσότητα]] [[ζάχαρης]] και [[καφέ]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ελαφρύ και τον γλυκύ<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>(λογ.)</b> ο [[δεύτερος]] [[τρόπος]] του κατηγορικού συλλογισμού δευτέρου σχήματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σεμνός]], [[μετριόφρων]], [[ταπεινόφρων]] («[[μέτριον]] νῡν [[ἔπος]] εὔχου», Αισχύλ)<br /><b>2.</b> [[μετριοπαθής]], [[εγκρατής]] («[[σώφρων]] καὶ [[μέτριος]] πρὸς τὴν καθ' ἡμέραν δίαιταν», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[λιγοστός]]<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μέτριος]]<br />ο [[φτωχός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δείχνει [[επιείκεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να τον υπομείνει [[κάποιος]], [[υποφερτός]] («ὦ δύστανα γένη βροτῶν, οἶς μὴ [[μέτριος]] [[αἰών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[πράος]], ο [[ήπιος]], ο [[μαλακός]], ο μη [[τυραννικός]] («καὶ ἧσσον ἡμῶν πρὸς τοὺς ὑπηκόους μετρίοις οὖσι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[δίκαιος]], [[ενάρετος]] («[[οἷον]] ἔστι [[μέτριος]] καὶ φιλάνθρωπός τις ἡμῶν καὶ πολλούς ἐλεῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ανάλογος]], [[κατάλληλος]], [[αρμόδιος]], [[ταιριαστός]] («μισθὸς σώφροσι [[μέτριος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αρκετός]] («ἱππέας μοι προσθεὶς ὁπόσοι δοκοῡσι μέτριοι [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> αυτός πού έχει μέτρια [[υγεία]]<br /><b>8.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b><br />α) [[συνηθισμένος]] [[άνθρωπος]], [[κοινός]] [[θνητός]]<br />β) [[αξιοσέβαστος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[μέτριον]]<br />α) ο [[μέσος]] όρος («ὁμολογεῑται τὸ [[μέτριον]] [[ἄριστον]] καὶ τὸ [[μέσον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) το μη υπερβολικό, το [[πρέπον]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ τοῑς μετρίοις» — με όχι υπερβολικούς, με υποφερτούς όρους<br />β) «μέτριόν έστι»<br />(με απρμφ.) [[είναι]] αρκετό να... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μετρίως]] και <i>μέτρια</i> (ΑΜ [[μετρίως]], Α και [[μέτριον]] και μέτρια)<br />[[ούτε]] πολύ, [[ούτε]] λίγο, [[μέσα]] στα όρια, όσο [[πρέπει]], με [[μέτρο]], όχι υπερβολικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στη σχολική [[βαθμολογία]]) [[αξιολόγηση]] [[κατά]] την οποία ο [[μαθητής]] βρίσκεται λίγο πιο [[πάνω]] από τη [[βάση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> πολύ<br /><b>2.</b> με [[φρόνηση]], συνετά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «οὐ [[μετρίως]]» — [[πάρα]] πολύ, υπερβολικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αρκετά, ικανοποιητικά<br /><b>2.</b> με [[μετριοφροσύνη]], κόσμια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με το ρ. <i>ἔχω</i>) σε περιουσιακή [[κατάσταση]] μέτρια, όχι αρκετά, όχι ικανοποιητικά («πολλοὶ δὲ [[μετρίως]] ἔχοντες τοῡ βίου εὐτυχέες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[συνθήκη]], [[συμφιλίωση]] <b>κ.λπ.</b>) ευνοϊκά, με καλούς όρους<br /><b>3.</b> πολύ καλά, αρκετά καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>. Το επίθ. αρχικά χρησιμοποιήθηκε με καλή σημ. για να χαρακτηρίσει αυτόν που τηρεί, που ανταποκρίνεται στο [[μέτρο]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[σώφρων]], [[φιλάνθρωπος]]), ενώ μεταγενέστερα η λ. κατέληξε να σημαίνει αυτόν του οποίου η [[αξία]] [[είναι]] κατώτερη του κοινού μέτρου, τον ασήμαντο, τον κατώτερο (<b>[[πρβλ]].</b> [[μετριότητα]])]. | |||
}} | }} |