3,274,408
edits
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[μέτριος]], -ία, -ον, Α θηλ. και -ος, αιολ.τ. [[μέτερρος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την ορθή [[αναλογία]], που υπάρχει ή γίνεται με [[μέτρο]], [[κανονικός]], [[μέσος]] (α. «μέτριο [[ανάστημα]]» β. «μέτρια [[θερμοκρασία]]» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων ἐλάσσονας ἀνδρῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που η [[αξία]] του [[είναι]] η συνηθισμένη, [[κοινός]] («μετρία δ' αὖ ἐσθῆτι καὶ εἰς τὸν νῡν τρόπον πρῶτοι Λακεδαιμόνιοι ἐχρήσαντο», <b>Θουκ.</b><br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μέτριο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[μετριότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός του οποίου η [[αξία]] ή η [[ποιότητα]] [[είναι]] κατώτερη του κοινού μέτρου, [[ασήμαντος]], δευτερεύων, [[κατώτερος]]<br /><b>2.</b> (για [[ρόφημα]] [[καφέ]]) αυτός που έχει παρασκευαστεί με μέτρια [[ποσότητα]] [[ζάχαρης]] και [[καφέ]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ελαφρύ και τον γλυκύ<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>(λογ.)</b> ο [[δεύτερος]] [[τρόπος]] του κατηγορικού συλλογισμού δευτέρου σχήματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σεμνός]], [[μετριόφρων]], [[ταπεινόφρων]] («[[μέτριον]] νῡν [[ἔπος]] εὔχου», Αισχύλ)<br /><b>2.</b> [[μετριοπαθής]], [[εγκρατής]] («[[σώφρων]] καὶ [[μέτριος]] πρὸς τὴν καθ' ἡμέραν δίαιταν», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[λιγοστός]]<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μέτριος]]<br />ο [[φτωχός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δείχνει [[επιείκεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να τον υπομείνει [[κάποιος]], [[υποφερτός]] («ὦ δύστανα γένη βροτῶν, οἶς μὴ [[μέτριος]] [[αἰών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[πράος]], ο [[ήπιος]], ο [[μαλακός]], ο μη [[τυραννικός]] («καὶ ἧσσον ἡμῶν πρὸς τοὺς ὑπηκόους μετρίοις οὖσι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[δίκαιος]], [[ενάρετος]] («[[οἷον]] ἔστι [[μέτριος]] καὶ φιλάνθρωπός τις ἡμῶν καὶ πολλούς ἐλεῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ανάλογος]], [[κατάλληλος]], [[αρμόδιος]], [[ταιριαστός]] («μισθὸς σώφροσι [[μέτριος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αρκετός]] («ἱππέας μοι προσθεὶς ὁπόσοι δοκοῡσι μέτριοι [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> αυτός πού έχει μέτρια [[υγεία]]<br /><b>8.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b><br />α) [[συνηθισμένος]] [[άνθρωπος]], [[κοινός]] [[θνητός]]<br />β) [[αξιοσέβαστος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[μέτριον]]<br />α) ο [[μέσος]] όρος («ὁμολογεῑται τὸ [[μέτριον]] [[ἄριστον]] καὶ τὸ [[μέσον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) το μη υπερβολικό, το [[πρέπον]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ τοῑς μετρίοις» — με όχι υπερβολικούς, με υποφερτούς όρους<br />β) «μέτριόν έστι»<br />(με απρμφ.) [[είναι]] αρκετό να... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μετρίως]] και <i>μέτρια</i> (ΑΜ [[μετρίως]], Α και [[μέτριον]] και μέτρια)<br />[[ούτε]] πολύ, [[ούτε]] λίγο, [[μέσα]] στα όρια, όσο [[πρέπει]], με [[μέτρο]], όχι υπερβολικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στη σχολική [[βαθμολογία]]) [[αξιολόγηση]] [[κατά]] την οποία ο [[μαθητής]] βρίσκεται λίγο πιο [[πάνω]] από τη [[βάση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> πολύ<br /><b>2.</b> με [[φρόνηση]], συνετά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «οὐ [[μετρίως]]» — [[πάρα]] πολύ, υπερβολικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αρκετά, ικανοποιητικά<br /><b>2.</b> με [[μετριοφροσύνη]], κόσμια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με το ρ. <i>ἔχω</i>) σε περιουσιακή [[κατάσταση]] μέτρια, όχι αρκετά, όχι ικανοποιητικά («πολλοὶ δὲ [[μετρίως]] ἔχοντες τοῡ βίου εὐτυχέες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[συνθήκη]], [[συμφιλίωση]] <b>κ.λπ.</b>) ευνοϊκά, με καλούς όρους<br /><b>3.</b> πολύ καλά, αρκετά καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>. Το επίθ. αρχικά χρησιμοποιήθηκε με καλή σημ. για να χαρακτηρίσει αυτόν που τηρεί, που ανταποκρίνεται στο [[μέτρο]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[σώφρων]], [[φιλάνθρωπος]]), ενώ μεταγενέστερα η λ. κατέληξε να σημαίνει αυτόν του οποίου η [[αξία]] [[είναι]] κατώτερη του κοινού μέτρου, τον ασήμαντο, τον κατώτερο (<b>[[πρβλ]].</b> [[μετριότητα]])]. | |mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[μέτριος]], -ία, -ον, Α θηλ. και -ος, αιολ.τ. [[μέτερρος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την ορθή [[αναλογία]], που υπάρχει ή γίνεται με [[μέτρο]], [[κανονικός]], [[μέσος]] (α. «μέτριο [[ανάστημα]]» β. «μέτρια [[θερμοκρασία]]» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων ἐλάσσονας ἀνδρῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που η [[αξία]] του [[είναι]] η συνηθισμένη, [[κοινός]] («μετρία δ' αὖ ἐσθῆτι καὶ εἰς τὸν νῡν τρόπον πρῶτοι Λακεδαιμόνιοι ἐχρήσαντο», <b>Θουκ.</b><br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μέτριο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[μετριότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός του οποίου η [[αξία]] ή η [[ποιότητα]] [[είναι]] κατώτερη του κοινού μέτρου, [[ασήμαντος]], δευτερεύων, [[κατώτερος]]<br /><b>2.</b> (για [[ρόφημα]] [[καφέ]]) αυτός που έχει παρασκευαστεί με μέτρια [[ποσότητα]] [[ζάχαρης]] και [[καφέ]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ελαφρύ και τον γλυκύ<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>(λογ.)</b> ο [[δεύτερος]] [[τρόπος]] του κατηγορικού συλλογισμού δευτέρου σχήματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σεμνός]], [[μετριόφρων]], [[ταπεινόφρων]] («[[μέτριον]] νῡν [[ἔπος]] εὔχου», Αισχύλ)<br /><b>2.</b> [[μετριοπαθής]], [[εγκρατής]] («[[σώφρων]] καὶ [[μέτριος]] πρὸς τὴν καθ' ἡμέραν δίαιταν», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[λιγοστός]]<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μέτριος]]<br />ο [[φτωχός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δείχνει [[επιείκεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να τον υπομείνει [[κάποιος]], [[υποφερτός]] («ὦ δύστανα γένη βροτῶν, οἶς μὴ [[μέτριος]] [[αἰών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[πράος]], ο [[ήπιος]], ο [[μαλακός]], ο μη [[τυραννικός]] («καὶ ἧσσον ἡμῶν πρὸς τοὺς ὑπηκόους μετρίοις οὖσι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[δίκαιος]], [[ενάρετος]] («[[οἷον]] ἔστι [[μέτριος]] καὶ φιλάνθρωπός τις ἡμῶν καὶ πολλούς ἐλεῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ανάλογος]], [[κατάλληλος]], [[αρμόδιος]], [[ταιριαστός]] («μισθὸς σώφροσι [[μέτριος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αρκετός]] («ἱππέας μοι προσθεὶς ὁπόσοι δοκοῡσι μέτριοι [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> αυτός πού έχει μέτρια [[υγεία]]<br /><b>8.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b><br />α) [[συνηθισμένος]] [[άνθρωπος]], [[κοινός]] [[θνητός]]<br />β) [[αξιοσέβαστος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[μέτριον]]<br />α) ο [[μέσος]] όρος («ὁμολογεῑται τὸ [[μέτριον]] [[ἄριστον]] καὶ τὸ [[μέσον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) το μη υπερβολικό, το [[πρέπον]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ τοῑς μετρίοις» — με όχι υπερβολικούς, με υποφερτούς όρους<br />β) «μέτριόν έστι»<br />(με απρμφ.) [[είναι]] αρκετό να... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μετρίως]] και <i>μέτρια</i> (ΑΜ [[μετρίως]], Α και [[μέτριον]] και μέτρια)<br />[[ούτε]] πολύ, [[ούτε]] λίγο, [[μέσα]] στα όρια, όσο [[πρέπει]], με [[μέτρο]], όχι υπερβολικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στη σχολική [[βαθμολογία]]) [[αξιολόγηση]] [[κατά]] την οποία ο [[μαθητής]] βρίσκεται λίγο πιο [[πάνω]] από τη [[βάση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> πολύ<br /><b>2.</b> με [[φρόνηση]], συνετά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «οὐ [[μετρίως]]» — [[πάρα]] πολύ, υπερβολικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αρκετά, ικανοποιητικά<br /><b>2.</b> με [[μετριοφροσύνη]], κόσμια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με το ρ. <i>ἔχω</i>) σε περιουσιακή [[κατάσταση]] μέτρια, όχι αρκετά, όχι ικανοποιητικά («πολλοὶ δὲ [[μετρίως]] ἔχοντες τοῡ βίου εὐτυχέες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[συνθήκη]], [[συμφιλίωση]] <b>κ.λπ.</b>) ευνοϊκά, με καλούς όρους<br /><b>3.</b> πολύ καλά, αρκετά καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>. Το επίθ. αρχικά χρησιμοποιήθηκε με καλή σημ. για να χαρακτηρίσει αυτόν που τηρεί, που ανταποκρίνεται στο [[μέτρο]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[σώφρων]], [[φιλάνθρωπος]]), ενώ μεταγενέστερα η λ. κατέληξε να σημαίνει αυτόν του οποίου η [[αξία]] [[είναι]] κατώτερη του κοινού μέτρου, τον ασήμαντο, τον κατώτερο (<b>[[πρβλ]].</b> [[μετριότητα]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μέτριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[μέτρον]]),·<br /><b class="num">Α.</b> [[εντός]] των πλαισίων του μέτρου, απ' όπου:<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[μέγεθος]], μετρίου ύψους, σε Ηρόδ.· [[μέτριος]] [[πῆχυς]], η μέτρια, η [[συνήθης]] [[μονάδα]] μέτρησης μήκους, στον ίδ.· ομοίως λέγεται για χρόνο, σύνηθες, μέτριο [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμ. για αριθμό, για [[ποσότητα]], [[λίγος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για κοινωνική [[βαθμίδα]], αυτός που έχει ταπεινή [[προέλευση]], [[μέτριος]], [[κοινός]], σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.· ταπεινής ή μεσαίας κοινωνικής τάξης, σε αντίθ. προς την υψηλή ή [[πολύ]] χαμηλή κοινωνική [[τάξη]], στους Τραγ. κ.λπ.· τὸ [[μέτριον]], το κοινό, το σύνηθες, Λατ. [[aurea]] [[mediocritas]], σε Σοφ.· ομοίως, <i>τὰ μέτρια</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, μετρία [[φιλία]], μια όχι και τόσο σπουδαία [[φιλία]], στον ίδ.· μετρίῳ ἐσθῆτι [[χρῆσθαι]], κοινό, καθημερινό [[φόρεμα]], σε Θουκ.· <i>μετρίᾳ φυλακῇ</i>, [[χωρίς]] [[στενή]] [[συνοδεία]], στον ίδ.· <i>οἱ μέτριοι</i>, συνήθεις άνθρωποι, το κοινό είδος, σε Δημ.· επίσης, [[ὅσον]] οἰόμεθα [[μέτριον]] [[εἶναι]], [[μόλις]] επαρκές, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετριοπαθής]], [[ανεκτικός]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>τὰ μέτρια</i>, μετριοπαθείς, επιεικείς όροι, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[μετριοπαθής]], [[μετρημένος]], [[ενάρετος]], σε Θέογν., Ευρ.· <i>μετριώτεροι ἐς τὰ [[πολιτικά]]</i>, σε Θουκ.· <i>μέτριοι πρὸς δίαιταν</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">4.</b> [[συμμετρικός]], [[κατάλληλος]], σε Ξεν. <b>Β. I. 1.</b> επίρρ. [[μετρίως]], μετριοπαθώς, [[εντός]] των καθορισμένων ορίων, στο καθορισμένο μέτρο, [[δικαίως]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[μετρίως]] ἔχειν τοῦ βίου, είναι [[μετρίως]] [[ευκατάστατος]], σε Ηρόδ.· συγκρ. <i>μετριώτερον</i>, υπερθ. <i>-ώτατα</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> αρκετά, επαρκώς, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> σεμνά, με [[μετριοπάθεια]], σε Ευρ., Ξεν.· με δίκαιους όρους, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> το ουδ. [[μέτριον]] και <i>μέτρια</i> χρησιμ. επίσης ως επίρρ., σε Πλάτ.· με [[άρθρο]], <i>τὸμέτριον</i>, σε Ξεν.· <i>τὰ μέτρια</i>, σε Θουκ. | |||
}} | }} |