Anonymous

μινυρισμός: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_15)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῐνῠρισμός''': ὁ, τὸ μινυρίζειν, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Θεσμ. 106.
|lstext='''μῐνῠρισμός''': ὁ, τὸ μινυρίζειν, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Θεσμ. 106.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μινυρισμός]]) [[μινυρίζω]]<br />το να τραγουδά ή να κλαίει [[κάποιος]] με σιγανή [[φωνή]], [[σιγοτραγούδημα]] ή [[κλαψούρισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />λυπητερό [[τραγούδι]] («ηκούετο ο [[μινυρισμός]] τών αηδόνων εις το [[δάσος]]», Παπαδ.).
}}
}}