μινυρισμός

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐνυρισμός Medium diacritics: μινυρισμός Low diacritics: μινυρισμός Capitals: ΜΙΝΥΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: minyrismós Transliteration B: minyrismos Transliteration C: minyrismos Beta Code: minurismo/s

English (LSJ)

ὁ, moaning, warbling, Sch.Ar.Th.106.

German (Pape)

[Seite 188] ὁ, das Wimmern, Girren, Schol. Ar. Th. 106.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνῠρισμός: ὁ, τὸ μινυρίζειν, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Θεσμ. 106.

Greek Monolingual

ο (Α μινυρισμός) μινυρίζω
το να τραγουδά ή να κλαίει κάποιος με σιγανή φωνή, σιγοτραγούδημα ή κλαψούρισμα
νεοελλ.
λυπητερό τραγούδι («ηκούετο ο μινυρισμός τών αηδόνων εις το δάσος», Παπαδ.).