Anonymous

μηχανεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_2)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηχᾰνεύομαι''': [[μηχανάομαι]], διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49˙ - κεῖται ὡς παθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 16, καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Παραλειπομ. Κϛʹ, 15).
|lstext='''μηχᾰνεύομαι''': [[μηχανάομαι]], διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49˙ - κεῖται ὡς παθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 16, καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Παραλειπομ. Κϛʹ, 15).
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μηχανεύομαι]]) [[μηχανή]]<br /><b>1.</b> [[επινοώ]], [[σοφίζομαι]]<br /><b>2.</b> [[μεταχειρίζομαι]] πονηρά ή δόλια [[μέσα]] για να εξαπατήσω, [[μηχανορραφώ]], [[βυσσοδομώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μηχανεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[πονηρός]], [[πανούργος]].
}}
}}