Anonymous

μακροτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au long cou.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[τράχηλος]].
|btext=ος, ον :<br />au long cou.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[τράχηλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μακροτράχηλος]], -ον (AM, Μ και [[μακρυτράχηλος]])<br />αυτός που έχει μακρύ τράχηλο, μακρύ λαιμό, [[μακρολαίμης]].
}}
}}