Anonymous

μεθημερινός: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de jour, qui se fait pendant le jour;<br /><b>2</b> qui se fait en plein jour.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἡμέρα]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de jour, qui se fait pendant le jour;<br /><b>2</b> qui se fait en plein jour.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἡμέρα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεθημερινός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ή συμβαίνει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας («μεθημεριναὶ φυλακαί», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για πυρετό) ο διαλείπων [[κάθε]] [[μέρα]], αυτός που επισυμβαίνει [[μέρα]] [[παρά]] [[μέρα]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ μεθημερινόν</i><br />[[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας, την [[ημέρα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μεθημερινοὶ γάμοι» — αναίσχυντες αφροδισιακές απολαύσεις που επισυμβαίνουν [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας, όχι νυκτερινές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμερινός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἦμαρ]])].
}}
}}