Anonymous

μαλακίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_13a)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰλᾰκίζομαι''': μέλλ. μαλακισθήσομαι, Δίων Κ. 38. 18· ἀόρ. ἐμαλακίσθην, [[συχνάκις]] παρὰ Θουκ., Πλάτ. Σοφ. 267Α, Δημ· σπανιώτερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἐμαλακισάμην, Ξεν. Ἀπολ. 33, Κύρ. 4. 2, 21. Χαυνοῦμαι, ἐκθηλύνομαι, δεικνύω ἀδυναμίαν ἢ δειλίαν, [[οὔτε]] πλούτου τις... ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη, [[οὔτε]] πενίας ἐλπίδι Θουκ. 2. 42· ἐπὶ στρατιωτῶν, μὴ ὄντος χωρίου ἐγγύς, [[ὅποι]] ἂν μαλακισθέντες σωθείητε ὁ αὐτ. 7. 77· κἂν αὐτὸς μαλακίζηται Ξεν. Κύρ. 2. 3, 3· μαρτ. πρὸς τὸν θάνατον, δεικνύω δειλίαν πρὸς τὸν θάνατον, τὸν φοβοῦμαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 33· - περὶ τοῦ Δημ. 120. 7, ἴδε ἐν λέξ. [[μαλκίω]]. 2) [[γίνομαι]] μαλακώτερος, ἠπιώτερος, πραΰνομαι, Θουκ. 6. 29· πρὸς τὸ παρὸν ὁ αὐτ. 3. 40· πρβλ. Valck. ἐν Ἱππ. 303. 3) εἶμαι [[ἀσθενής]], [[ἀδύνατος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 26, 1, Θεοφρ. Χαρακτ. 1, κτλ.· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας οἱ Γραμματικοὶ περιορίζουσι τὸ μὲν μαλακίζεσθαι εἰς τὰς γυναῖκας, τὸ δὲ ἀσθενεῖν εἰς τοὺς ἄνδρας· ἀλλ’ ὁ κανὼν πολὺ ἀπέχει τοῦ ἀπαραβάτου, Λοβεκ. Φρύν. 389. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαλακίζεσθαι· ἀσθενῶς διακεῖσθαι, νοσηλεύεσθαι». 4) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας: α) εἶμαι μαλακὸς = [[κίναιδος]], Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 1108C. β) ὡς καὶ νῦν, [[κάμνω]] μαλακίαν, αὐνανίζομαι, Ἰωάνν. ὁ Νηστευτὴς 1904C. ΙΙ. Ἐνεργ. μαλακίζω, μόνον παρὰ μεταγεν. ὡς Γρηγ. Ναζ.
|lstext='''μᾰλᾰκίζομαι''': μέλλ. μαλακισθήσομαι, Δίων Κ. 38. 18· ἀόρ. ἐμαλακίσθην, [[συχνάκις]] παρὰ Θουκ., Πλάτ. Σοφ. 267Α, Δημ· σπανιώτερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἐμαλακισάμην, Ξεν. Ἀπολ. 33, Κύρ. 4. 2, 21. Χαυνοῦμαι, ἐκθηλύνομαι, δεικνύω ἀδυναμίαν ἢ δειλίαν, [[οὔτε]] πλούτου τις... ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη, [[οὔτε]] πενίας ἐλπίδι Θουκ. 2. 42· ἐπὶ στρατιωτῶν, μὴ ὄντος χωρίου ἐγγύς, [[ὅποι]] ἂν μαλακισθέντες σωθείητε ὁ αὐτ. 7. 77· κἂν αὐτὸς μαλακίζηται Ξεν. Κύρ. 2. 3, 3· μαρτ. πρὸς τὸν θάνατον, δεικνύω δειλίαν πρὸς τὸν θάνατον, τὸν φοβοῦμαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 33· - περὶ τοῦ Δημ. 120. 7, ἴδε ἐν λέξ. [[μαλκίω]]. 2) [[γίνομαι]] μαλακώτερος, ἠπιώτερος, πραΰνομαι, Θουκ. 6. 29· πρὸς τὸ παρὸν ὁ αὐτ. 3. 40· πρβλ. Valck. ἐν Ἱππ. 303. 3) εἶμαι [[ἀσθενής]], [[ἀδύνατος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 26, 1, Θεοφρ. Χαρακτ. 1, κτλ.· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας οἱ Γραμματικοὶ περιορίζουσι τὸ μὲν μαλακίζεσθαι εἰς τὰς γυναῖκας, τὸ δὲ ἀσθενεῖν εἰς τοὺς ἄνδρας· ἀλλ’ ὁ κανὼν πολὺ ἀπέχει τοῦ ἀπαραβάτου, Λοβεκ. Φρύν. 389. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαλακίζεσθαι· ἀσθενῶς διακεῖσθαι, νοσηλεύεσθαι». 4) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας: α) εἶμαι μαλακὸς = [[κίναιδος]], Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 1108C. β) ὡς καὶ νῦν, [[κάμνω]] μαλακίαν, αὐνανίζομαι, Ἰωάνν. ὁ Νηστευτὴς 1904C. ΙΙ. Ἐνεργ. μαλακίζω, μόνον παρὰ μεταγεν. ὡς Γρηγ. Ναζ.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[μαλακίζομαι]]) [[μαλακός]]<br />[[αυνανίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] βλακώδεις ενέργειες<br /><b>2.</b> [[περνώ]] άσκοπα τον καιρό μου<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> <i>μαλακίζω</i><br />αυνανίζω κάποιον<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μαλακισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αποβλακωμένος από τον αυνανισμό<br />β) [[βλάκας]], [[ηλίθιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[κραδαίνω]], [[σείω]]<br /><b>2.</b> [[χαϊδεύω]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[ήρεμος]], [[πράος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[νωθρός]], [[εξασθενώ]] («τῶνδε δὲ [[οὔτε]] πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη [[οὔτε]] πενίας ἐλπίδι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ησυχάζω]], καταπραΰνομαι, [[μαλακώνω]] («[[οὕτως]] ἀκούσας παρευθὺς ὁ Ἀχιλλεὺς τοὺς λόγους, ἐμαλακίσθη τὴν ψυχήν, ἔπαυσε τοῡ πολέμου», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>3.</b> [[ασθενώ]], [[αδιαθετώ]] («καὶ ἐὰν γῆν ἐσθίῃ [ὁ [[ἐλέφας]]], μαλακίζεται», <b>Αριστοτ.</b>)·
}}
}}