Anonymous

λασιόκωφος: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_17)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰσιόκωφος''': -ον, κωφὸς [[ἕνεκα]] τριχῶν αὐξανομένων ἐντὸς τῶν ὤτων, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλάτ. (Φαῖδρ. 253Ε) ὑπὸ Συνεσ. 67D καὶ τῶν λεξικῶν, [[ἕνεκα]] ἡμαρτημένης γραφῆς, ἥτις καὶ ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφ. εὑρίσκεται.
|lstext='''λᾰσιόκωφος''': -ον, κωφὸς [[ἕνεκα]] τριχῶν αὐξανομένων ἐντὸς τῶν ὤτων, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλάτ. (Φαῖδρ. 253Ε) ὑπὸ Συνεσ. 67D καὶ τῶν λεξικῶν, [[ἕνεκα]] ἡμαρτημένης γραφῆς, ἥτις καὶ ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφ. εὑρίσκεται.
}}
{{grml
|mltxt=[[λασιόκωφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κουφαθεί από τις μεγάλες [[τρίχες]] που έχει [[μέσα]] στα αφτιά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]» <span style="color: red;">+</span> [[κωφός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δύσ</i>-<i>κωφος</i>, <i>υπό</i>-<i>κωφος</i>)].
}}
}}