λασιόκωφος

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λασιόκωφος Medium diacritics: λασιόκωφος Low diacritics: λασιόκωφος Capitals: ΛΑΣΙΟΚΩΦΟΣ
Transliteration A: lasiókōphos Transliteration B: lasiokōphos Transliteration C: lasiokofos Beta Code: lasio/kwfos

English (LSJ)

λασιόκωφον, deaf from hair growing in the ears, cited from Pl. (Phdr. 253e) by Synes.67d, Phot., Suid., from a false reading, found in cod. B.

German (Pape)

[Seite 17] durch rauche, dichtbehaarte Ohren taub, VLL.

Russian (Dvoretsky)

λᾰσιόκωφος: глухой из-за заросших шерстью ушей, с заросшими шерстью ушами (ἵππος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰσιόκωφος: -ον, κωφὸς ἕνεκα τριχῶν αὐξανομένων ἐντὸς τῶν ὤτων, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλάτ. (Φαῖδρ. 253Ε) ὑπὸ Συνεσ. 67D καὶ τῶν λεξικῶν, ἕνεκα ἡμαρτημένης γραφῆς, ἥτις καὶ ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφ. εὑρίσκεται.

Greek Monolingual

λασιόκωφος, -ον (Α)
αυτός που έχει κουφαθεί από τις μεγάλες τρίχες που έχει μέσα στα αφτιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + κωφός (πρβλ. δύσκωφος, υπόκωφος)].